- τεκίλα
- η, Ν(τροφ. τεχνολ.) μεξικανικό οινοπνευματώδες, συνήθως άχρωμο, ποτό που παρασκευάζεται από τον χυμό τού φυτού αγαύη με απόσταξη και περιέχει 40 - 50% οινόπνευμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tequilla < tequila «είδος φυτού» < ισπ. tequila < Tequila, περιοχή τού κεντρικού Μεξικού].
Dictionary of Greek. 2013.